ἀποπείρᾳ — ἀποπείρᾱͅ , ἀπόπειρα trial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπειρα — trial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπειρα — η (AM ἀπόπειρα) δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια νεοελλ. 1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
απόπειρα — η προσπάθεια που δεν πέτυχε: Απόπειρα δημιουργίας κόμματος των μεσαίων τάξεων απότυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπειρασάμενον — ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (attic) ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρασόμενον — ἀποπειρᾱσόμενον , ἀποπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (attic) ἀποπειρᾱσόμενον , ἀποπειράομαι make trial fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποπειρᾱσόμενον , ἀποπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσει — ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial aor subj act 3rd sg (attic epic) ἀποπειρά̱σει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσεται — ἀποπειρά̱σεται , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 3rd sg (attic epic) ἀποπειρά̱σεται , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 3rd sg (epic doric aeolic) ἀποπειρά̱σεται , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 3rd sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσομαι — ἀποπειρά̱σομαι , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 1st sg (attic epic) ἀποπειρά̱σομαι , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 1st sg (epic doric aeolic) ἀποπειρά̱σομαι , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 1st sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσας — ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial pres part act fem acc pl (doric) ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial pres part act fem gen sg (doric) ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)